- προσπίπτω
- ΝΜΑ1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ' αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.)αρχ.1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση3. συναντώ κάποιον τυχαία4. (συν. σχετικά με δυστυχία, συμφορά κ.λπ.) περιπίπτω («ἁ τάλαινα, δυστυχεστάτῳ προσέπεσον κλήρῳ», Ευρ.)5. τρέχω προς κάποιον6. πέφτω με ορμή πάνω σε κάτι («ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ», ΚΔ)7. (με εχθρική σημ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου8. (για γεγονότα, συμβάντα) επέρχομαι αιφνιδίως, ξαφνικά («τὰ προσπεσόντα δ' ὅστις εὖ φέρει βροτῶν», Ευρ.)9. πέφτω στα χέρια κάποιου («προσπεσούσης μοι τῆς... ἐπιστολής», πάπ.)10. (για δαπάνη) γίνομαι, πέφτω, επιβαρύνω («καὶ τῶν ἄλλων ἀναλωμάτων μεγάλων προσπιπτόντων», Θουκ.)11. (για χρήματα) καταβάλλομαι, πληρώνομαι για λογαριασμό κάποιου12. (για δικαιώματα, καθήκοντα) περιέρχομαι με κλήρο («ὅταν λειτουργία προσπέσῃ ἀπολύειν αὐτούς», πάπ.)13. (για λόγια ή φήμες) φτάνω στα αφτιά κάποιου, λέγομαι ως είδηση14. (για επίδεσμο) εφαρμόζομαι καλά15. συναντώμαι16. (για γραμμή) σύρομαι μέχρι να συναντηθώ με άλλη17. (για σφυγμό) υφίσταμαι μείωση τού ρυθμού μου, πέφτω18. (για τη μήτρα) υφίσταμαι πρόπτωση («ἔνθα καὶ ἔνθα προσπίπτειν», Ιπποκρ.)19. (ως τρίτο πρόσ.) προσέπεσεαναγγέλθηκε ότι..20. φρ. α) «προσπίπτειν τινί» — το να προσχωρεί κανείς σε μια μερίδα, το να συντάσσεται με κάποιον («προσπεσὼν γάρ, οἶμαι,... τοιούτῳ ὄντι Ἀναξαγόρα», Πλάτ.)β) «προσπίπτει δι' ἑαυτοῡ [ή αὐτόθεν]» — είναι αυταπόδεικτο, προφανές.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + πίπτω «πέφτω»].
Dictionary of Greek. 2013.